- αναβάθρα
- η (Α ἀναβάθρα)κινητή σκάλα (στα νεοελλ. κυρίως η εξωτερική κινητή σκάλα τών πλοίων)μσν.ξύλινη εξέδρααρχ.κάθισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + βάθρα < βαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναβάθρα — ἀναβάθρᾱ , ἀνάβαθρα flight of steps fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάθρᾳ — ἀναβάθρᾱͅ , ἀνάβαθρα flight of steps fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάβαθρα — flight of steps fem nom/voc sg ἀνάβαθρον raised seat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβάθρα — η σκάλα για ανέβασμα ιδίως σε πλοία: Έβαλαν την αναβάθρα, κι άρχισε η επιβίβαση των επιβατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναβάθρας — ἀναβάθρᾱς , ἀνάβαθρα flight of steps fem acc pl ἀναβάθρᾱς , ἀνάβαθρα flight of steps fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάθραι — ἀναβάθρᾱͅ , ἀνάβαθρα flight of steps fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθρῶν — ἀνάβαθρα flight of steps fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάθραις — ἀνάβαθρα flight of steps fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)